Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Σσσ! Σύσκεψη


Κι έτσι, κατακαλόκαιρο, όταν ο τρελο-Γιάννης μ’ αντίκρισε
–με αυτά τα μάτια που καταλαβαίνουν πολλά μα κάνουν πως ξέρουν, φεύγοντας, τόσο λίγα- και είπε πως πάει να κρυφτεί γιατί αύριο θα βρέξει, τότε μόλις κατάλαβα ότι όλα δεν είναι παρά μονάχα θέμα συνήθειας, πως αλλιώς να εξηγήσεις, σαν κοιταζόμαστε στα μάτια, που μιλάμε τόσο άνετα και θαρρετά ‘μπρος σε τόση φρίκη
ή μήπως και η γραβάτα δεν είναι κι αυτή μια εφεύρεση εκλεπτυσμένα μοχθηρή,
αλλιώς γιατί μας σφίγγει τόσο επισήμως επικίνδυνα, και πόσα εγκλήματα κι αν έχουν γίνει γύρω της· πάντως τώρα πια τις Κυριακές φοράω αυτά τα κόκκινα γυαλιά μήπως και βρω τη ζωή που έχασα μεσ’ στη ζωή μου ή πάλι περπατώ γελώντας μονάχος μέσα στην απελπιστική σοβαροφάνεια του κόσμου, περιχαρής και μακάριος σα βλάξ, αφού μόνο σαν έχεις επίγνωση της ζοφερής κατάστασής σου έχεις κάποιες ελπίδες να δεις μια άσπρη μέρα·
έτσι όταν σκάβω στον κήπο μου δεν είναι για να φυτέψω ένα λουλούδι, αλλά για να μην ξεχνώ ποιός είμαι και κάποια βράδια που κοιμάμαι κρεμασμένος ανάποδα έρχεται και με επισκέπτεται εκείνος, δε μιλά, μόνο με βλέπει και φεύγει κλαίγοντας, μα αφού αλλάζω ρούχα κάθε μέρα, ύστερα ανοίγει κάποιος άξαφνα την πόρτα και σου φωνάζει να μπεις στη σειρά,
όμως εγώ δεν περιμένω κανέναν· κι όμως προνοητικότης φίλοι μου, η προσδοκία είναι κάτι πιο πολύ από την επαλήθευση, τόσες και τόσες γενιές άλλωστε μεγάλωσαν με ένα τίποτα, φανταστείτε τώρα τι συμβαίνει όταν έρχεται κιόλας, σκέτη απογοήτευση, τώρα τι;
γι’ αυτό κι εγώ όποτε γυρνώ στο πατρικό το σπίτι σκοτώνω τον πατέρα μου κι άλλοτε πάλι ό,τι έχει απομείνει από τον πιο καλό μου εαυτό ίσως κι επίτηδες για να έχω κάτι να μουρμουράω, αναθεματίζοντας, τις ώρες της οδύνης ή για αυτοτιμωρία για ό,τι δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω!..